- διορθρίζω
- διορθρίζω (Α) [ορθρίζω]ξυπνώ την ώρα τού όρθρου, πολύ πρωί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνδιορθρίζω — Α ξυπνώ την ώρα τού όρθρου, δηλ. πολύ πρωί, μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διορθρίζω «ξυπνώ την ώρα τού όρθρου»] … Dictionary of Greek
συνδιορθρίζων — σύν , διά ὀρθρίζω pres part act masc nom sg σύν διορθρίζω rise early pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)